- υπερφορτώνω
- υπερφόρτωσα, υπερφορτώθηκα, υπερφορτωμένος, φορτώνω υπερβολικά, παραφορτώνω, υπερφορτίζω: Υπερφορτώθηκε το φορτηγό αυτοκίνητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερφορτώνω — υπερφορτώνω, υπερφόρτωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υπερφορτώνω — ὑπερφορτῶ, όω, ΝΜ υπερφορτίζω, τοποθετώ βάρος περισσότερο από το κανονικό ή το επιτρεπόμενο, παραφορτώνω … Dictionary of Greek
επιφορτίζω — (Α ἐπιφορτίζω) [φορτίζω] νεοελλ. 1. αναθέτω σε κάποιον μια φροντίδα, μια ενέργεια («μέ επιφόρτισαν να σάς αναγγείλω αυτή την είδηση») 2. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) επιβαρύνω με δαπάνες αρχ. 1. φορτώνω πάνω σε κάτι 2. υπερφορτώνω,… … Dictionary of Greek
θλω — (Α θλῶ, άω) 1. συντρίβω, σπάζω, τσακίζω νεοελλ. φρ. «τεθλασμένη γραμμή» η γραμμή που σύγκειται από πολλές ευθείες οι οποίες συνδέονται γωνιωδώς και επομένως αποτελείται από ευθεία που θραύεται κατ επανάληψη αρχ. 1. (για φωνή) σχίζω τ αφτιά,… … Dictionary of Greek
καργάρω — 1. γεμίζω κάτι ώς επάνω, παραγεμίζω, τυλώνω 2. τεχνολ. α) υπερφορτώνω β) σφίγγω δυνατά, τεντώνω, τεζάρω 3.ναυτ. τοποθετώ πλοίο πάνω στη ναυπηγική κλίνη για επιθεώρηση ή επισκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cargar] … Dictionary of Greek
παραφορτώνω — 1. βάζω υπερβολικό φορτίο, φορτώνω περισσότερο από όσο πρέπει, υπερφορτώνω 2. μτφ. επιβαρύνω κάποιον με υπερβολική εργασία, με πάρα πολλές φροντίδες 3. μέσ. παραφορτώνομαι μτφ. ενοχλώ κάποιον με συχνές παρακλήσεις ή με υπερβολικές αξιώσεις,… … Dictionary of Greek
υπερφορτίζω — Ν [φορτίζω] 1. (ηλεκτρολ.) φορτίζω με ηλεκτρικό φορτίο μεγαλύτερο από το κανονικό 2. υπερφορτώνω, παραφορτώνω … Dictionary of Greek
υπερφορτούμαι — όομαι, Μ βλ. υπερφορτώνω … Dictionary of Greek
υπερφόρτωση — η, Ν τοποθέτηση υπέρμετρου βάρους σε κάτι, τοποθέτηση βάρους περισσότερου από το κανονικό ή το επιτρεπόμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερφορτώνω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερφόρτωσις, μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] … Dictionary of Greek
υπερφορτίζω — υπερφόρτισα, υπερφορτίστηκα, υπερφορτισμένος, τροφοδοτώ κάτι (μηχάνημα κτλ.) με υπερβολική ποσότητα ηλεκτρικού ρεύματος, υπερφορτώνω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)